ἁγεμονεύω

ἁγεμονεύω
ᾱγεμονεύω
1 lead the way
a abs.,

τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος ἄρκεσε Κρόνιον παρ' ὄχθον ἁγεμονεῦσαι κωμάζοντι Ἐφαρμόστῳ O. 9.3

b c. acc. cogn., κεῖναι γὰρ (sc. ἡμίονοι)

ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηγεμονεύω — (AM ἡγεμονεύω, Α δωρ. τ. ἁγεμονεύω) 1. είμαι ηγεμόνας, κυβερνήτης, έχω ηγεμονική εξουσία, βασιλεύω, κυβερνώ («ἡγεμονεύειν ἐν πόλει», Πλατ.) 2. μτφ. έχω τα σκήπτρα, κατέχω την πρώτη θέση, κυριαρχώ, δεσπόζω, πρυτανεύω 3. παθ. ηγεμονεύομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”