- ἁγεμονεύω
- ᾱγεμονεύω1 lead the waya abs.,
τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος ἄρκεσε Κρόνιον παρ' ὄχθον ἁγεμονεῦσαι κωμάζοντι Ἐφαρμόστῳ O. 9.3
b c. acc. cogn., κεῖναι γὰρ (sc. ἡμίονοι)ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.